- συγγυμνασία
- ἡ, Α [συγγυμνάζω]1. η από κοινού, η συνολική άσκηση («συγγυμνασίαν αἰσθήσεων», Πλούτ.)2. εκγύμναση, εξάσκηση3. εξαναγκασμός σε συνουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγγυμνασία — συγγυμνασίᾱ , συγγυμνασία common exercise fem nom/voc/acc dual συγγυμνασίᾱ , συγγυμνασία common exercise fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγυμνασίᾳ — συγγυμνασίᾱͅ , συγγυμνασία common exercise fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγυμνασίας — συγγυμνασίᾱς , συγγυμνασία common exercise fem acc pl συγγυμνασίᾱς , συγγυμνασία common exercise fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγυμνασίαν — συγγυμνασίᾱν , συγγυμνασία common exercise fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγυμνασίαις — συγγυμνασία common exercise fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek